οιμώζω

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

οἰμώζω)
κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω
2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω
3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου, σκάσε, πλάνταξε, βούλωσέ το («οἴμωζε μεγάλα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. οἴμοι (πρβλ. αἰαῖ: αἰάζω)].