οργώνω

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

σκάβω τη γη με το αλέτρι, αροτριώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. -ώνω. Το ρ. έχει τη σημ. τών αρχ. ὀργῶ «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και ὀργάς «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός». Κατ' άλλη άποψη, το ρ. οργώνω έχει προέλθει με αφομοιωτική τροπή του αρκτικού ε- σε ο- από αμάρτυρο αρχικό τ. εργ-ώνω < ἔργον. Η τελευταία άποψη οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεση του ρήματος με την οικογένεια του έργο (βλ. και λ. οργάς, οργή)].