πατερίτσα

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. μπαστούνι που χρησιμοποιούν οι χωλοί στηρίζοντάς την στη μασχάλη, αλλ. δεκανίκι
2. η ποιμαντορική ράβδος τών αρχιερέων
3. ζωολ. κοινή ονομασία σελάχιων χονδριχθύων, ιδίως του είδους Sphyrna zygaena.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατέρα + υποκορ. κατάλ. -ίτσα, ενώ κατ' άλλους < πατερίκα (κατά τα υποκορ. σε -ίτσα) < πατερική (ενν. ράβδος). Οι καρχαρίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έχουν κεφάλι σε σχήμα Τ σαν την πατερίτσα].