δεκανίκι

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

το (AM δεκανίκιον)
νεοελλ.
1. ψηλή πατερίτσα με οριζόντιο στήριγμα στο πάνω μέρος, στο οποίο στηρίζουν τη μασχάλη τους όσοι δεν μπορούν να βαδίσουν κανονικά
2. η ποιμαντορική ράβδος του επισκόπου
3. το ραβδί του ζητιάνου
μσν.
το ραβδί, ως σύμβολο του δεκανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκανός + (κατάλ.) -ικί(ον). Δεκανίκια ονομάζονταν αρχικά τα ραβδιά τών δεκανών απ' όπου, κατ' επέκταση, η λ. δεκανίκι χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το ραβδί όσων δυσκολεύονται να βαδίσουν κανονικά καθώς και την επισκοπική ράβδο (πρβλ. πατερίτσα) και, τέλος, το ξύλινο υποστήριγμα τών ζητιάνων].