πίστα

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. επίπεδο μέρος σταδίου ή ιπποδρόμου κατάλληλο για ασκήσεις ή αγώνες
2. επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας κατάλληλος για χορό
3. ο χώρος όπου διεξάγονται αγώνες αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ή ποδηλάτων
4. κατάλληλα διαμορφωμένο τμήμα αεροδρομίου για την τροχοδρόμηση τών αεροπλάνων
5. ειδικός χώρος σε χιονισμένο βουνό για τη διεξαγωγή χιονοδρομιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. piste < λατ. pisto «κοπανίζω»].