πουλί
Greek Monolingual
και παλ. τ. πουλλί, το, ΝΜ
πτηνό («καθ' ἕνα δ' ἀπὸ τὰ πουλιὰ 'κηλάδει τὴν λαλιὰν του», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. νεοσσός, κυρίως κότας
2. μτφ. πέος
3. φρ. α) «ελεύθερος σαν πουλί» — χωρίς καμία δέσμευση ή υποχρέωση
β) «τρέχει σαν πουλί» — τρέχει πάρα πολύ γρήγορα
γ) «του πουλιού το γάλα» — μεγάλη ποικιλία και αφθονία εκλεκτών πραγμάτων ιδίως εδεσμάτων («στο σπίτι τους θα βρεις και του πουλιού το γάλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούλος / πούλλος «νεοσσός πτηνού» (< λατ. pullus) + υποκορ. κατάλ. -ί(ον) (πρβλ. παιδ-ί < παιδίον < παίς)].