προανάγω

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A lead up before, τινὰ ἐπὶ τοῦ τείχους J.BJ1.2.4:— Pass., put to sea before, Th.8.11, Polyaen.4.2.22, etc.

German (Pape)

[Seite 706] (s. ἄγω), vorher hinausführen; ναῦν, ein Schiff vorher auf die hohe See bringen, τὰς προανηγμένας μετακαλεῖν, Thuc. 8, 11; Polyaen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰνάγω: ὁδηγῶ τινα πρότερον, ἀναβιβάζω πρότερον, τινὰ ἐπὶ τοῦ τείχους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 4· ― ἀνάγομαι, ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος πρότερον, Θουκ. 8. 11, Πολύαιν. 4. 2, 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

conduire d’abord en haut, faire d’abord monter;
Moy. προανάγομαι (f. προανάξομαι, ao.2 προανηγαγόμην, etc.) sortir le premier du port, gagner le premier la haute mer.
Étymologie: πρό, ἀνάγω.

Greek Monolingual

Α
1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον προηγουμένως επάνω
2. συντελώ ώστε να εκπλεύσει πλοίο από το λιμάνι πρωτύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνάγω «φέρνω, οδηγώ πάνω»].