ρύτωρ

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
-ορος, ὁ, Α
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.)
2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» — ο αστερισμός του τοξότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. μηνύ-τωρ, φυλάκ-τωρ)].———————— (II)
-ορος, ὁ, Α
1. σωτήρας, λυτρωτής
2. προστάτης, φύλακαςῥύτωρ λιμοῡ καὶ θανάτου», Ανθ. Παλ.)
3. (η αιτ. πληθ.) ῥύτορας
(κατά τον Ησύχ.) «τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημ. -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].