ρύτωρ
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
(I)
-ορος, ὁ, Α
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.)
2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» — ο αστερισμός του τοξότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. μηνύτωρ, φυλάκτωρ)].
(II)
-ορος, ὁ, Α
1. σωτήρας, λυτρωτής
2. προστάτης, φύλακας («ῥύτωρ λιμοῦ καὶ θανάτου», Ανθ. Παλ.)
3. (η αιτ. πληθ.) ῥύτορας
(κατά τον Ησύχ.) «τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημ. -τωρ (πρβλ. πράκτωρ)].
Mantoulidis Etymological
(=λυτρωτής). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.