σπανίζω
English (LSJ)
of things,
A to be rare, scarce, [καλὰ ἔργα] Βασσίδαισιν οὐ σ. Pi.N.6.31; τοὐλαίου σπανίζοντος Ar.V.252; τὰ παρ' ἀμφοτέροις σπανίζοντα D.S.2.54, etc.; of books, Gal.17(1).605. 2 of persons, lack, be in want of, c.gen., ὑδάτων Hdt.2.108; χρημάτων, βίου, Id.1.187,196; οὐ σπανίζοντες φίλων A.Ch.717; πέπλων, πομπῆς, βωμοῦ, etc., E.Med.960, IA352 (troch.), Hel.800, etc.; νεῶν μακρῶν Th.1.41; τροφῆς Id.4.6, etc.; of a country, σ. πεύκης Thphr. HP5.7.1: rarely c. dat., σίτῳ Dicaearch.1.23 cod., cf.111 fin. II trans., exhaust, use up, τὰ μέταλλα Ph.Byz.Mir.4.1; spend, PFlor. 99.7 (i/ii A.D.), Sammelb.4317.7 (iii A.D.):—Pass., ἐσπανίσθη πᾶν ὕδωρ LXX Jb.14.11. III Pass.,= Act. (signf. 1.2), to be in want of, ἐσπανίσμεθ' ἀρωγῶν A.Pers.1024 (lyr.); ὁρᾷς . . φίλων ὡς ἐσπανίσμεθα E.Or.1055; πάντων σπανιζόμενοι X.HG7.2.16: abs., to be in want, μὴ σπανιζοίμεσθα E.Med.560: rarely c. dat., οἴνῳ σπανίζονται Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 916] 1) selten sein; ἅ τ' οὐ σπανίζει αὐτοῖς, Pind. N. 6, 32; τοὐλαίου σπανίζοντος, Ar. Vesp. 252; einzeln bei Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 143. – 2) wenig haben, Mangel leiden, entbehren; c. gen., οὐ σπανίζοντες φίλων, Aesch. Ch. 706; οὐ βίου σπανίζομεν, Eur. Rhes. 170; πέπλων, Med. 690, u. öfter; ἀργυρίου, Ar. Nubb. 1267; τροφῆς, Thuc. 4, 6; Xen. Cyr. 3, 2, 18 u. öfter; ὁ σπανίσας τινός, im Ggstz von ὁ ἔχων ἀεί, Hier. 1, 25; τῶν ἀναγκαίων, Din. 2, 8; φίλων, im Ggstz von εὐπορεῖν, Pol. 36, 3, 4. – 3) berauben, pass.; ἐσπανίσμεθ' ἀρωγὼν, Aesch. Pers. 983; όρᾷς, φίλων ὡς ἐσπανίσμεθα, Eur. Or. 1055; σπανιζόμενοι πάντων, Xen. Hell. 7, 2, 16; – selten machen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· - ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι σπάνιος, ὀλίγος, ὀλιγοστός, [καλὰ ἔργα] Βασσίδαισιν οὐ σπ. Πινδ. Ν. 6. 54· τοὐλαίου σπανίζοντος Ἀριστοφ. Σφ. 252· τὰ παρ’ ἀμφοτέροις σπ. Διόδ. 2. 54, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἔχω ἔλλειψίν τινος, ἀνάγκην τινός, ὑδάτων Ἡρόδ. 2. 108· χρημάτων, βίου ὁ αὐτ. 1. 187, 196· οὐ σπανίζοντες φίλων Αἰσχύλ. Χο 717· πέπλων, πομπῆς, βωμοῦ, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 960, κτλ.· ἀργυρίου Ἀριστοφ. Νεφ. 1285· νεῶν μακρῶν Θουκ. 1. 41· τροφῆς ὁ αὐτ. 4. 6, κτλ.· ἐπὶ χώρας, σπ. πεύκης Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1. ΙΙ. μεταβατ., ποιῶ τι σπάνιον ἢ ὀλίγον, «ὀλιγοστεύω», τὰ μέταλλα Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ θαυμ. 4. - Παθ., = τῷ ἐνεργ., (σημασ. Ι), εἶμαι σπάνιος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΔ΄, 11)· ἀλλά, 2) τὸ παθ. κεῖται παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις συγγραφεῦσιν ὡς = τῷ ἐνεργ. (σημασ. 2), εὑρίσκομαι εἰς ἀνάγκην τινός, πάσχω ἔλλειψίν τινος, ἐσπανισμεθ’ ἀρωγῶν Αἰσχύλ Πέρσ. 1024· ὁρᾷς… φίλων ὡς ἐσπανίσμεθα Εὐρ. Ὀρ. 1055· πάντων σπανιζόμενοι Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 16· ἀπολ., εὑρίσκομαι εἰς ἀνάγκην, μὴ σπανιζοίμεσθα Εὐρ. Μήδ. 560. ΙΙΙ. παρὰ Δικαιάρχῳ (;) ἀντὶ σπανίζειν σίτῳ, καὶ παρὰ Στράβ. 155 ἀντὶ σπανίζονται οἴνῳ, ὁ Δινδ. διορθοῖ σίτου, οἴνου.
French (Bailly abrégé)
f. σπανίσω, att. σπανιῶ;
I. intr. :
1 être rare;
2 manquer de, avoir peu de, gén. : φίλων ESCHL manquer d’amis ; χρημάτων HDT manquer de ressources, d’argent;
II. tr. priver de ; Pass. être privé de, manquer de, gén..
Étymologie: σπάνιος.
English (Slater)
σπανίζω
1 be lacking (καλὰ ἔργα) Βασσίδαισιν ἅ τ' οὐ σπανίζει (N. 6.31)
Greek Monolingual
ΝΑ σπάνις
είμαι σπάνιος, λιγοστός, υπάρχω σε μικρή ποσότητα («αυτό το είδος φυτού σπανίζει στην χώρα μας»)
νεοελλ.
συμβαίνω σπάνια («τέτοια φαινόμενα σπανίζουν στις μέρες μας»)
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) (για πρόσ.) έχω ανάγκη ή έλλειψη από κάτι («σπανίζοντες ὑδάτων», Ηρόδ.)
2. (μτβ.) καθιστώ κάτι σπάνιο, εξαντλώ
3. (σχετικά με περιουσία) σπαταλώ, διασπαθίζω («ἐσπάνισε τὰ αὐτοῡ πάντα», πάπ.)
4. μέσ. σπανίζομαι
στερεύω, εξαντλούμαι («χρόνῳ γὰρ σπανίζεται θάλασσα», ΠΔ).