στίλβωση
Greek Monolingual
η / στίλβωσις, -εως, ΝΜΑ [[στιλβῶ, -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στιλβώνω, στίλβωμα, γυάλισμα, λουστράρισμα
νεοελλ.
1. τελική φάση επεξεργασίας ορισμένων μεταλλικών, ξύλινων ή άλλων επιφανειών, κατά την οποία με κατάλληλες μεθόδους και με κατάλληλα μέσα προσδίδεται σε αυτές λεία και στιλπνή όψη, βελτιώνεται η εξωτερική τους εμφάνιση, αυξάνονται οι αντιδιαβρωτικές τους ικανότητες και η αντοχή
2. ιατρ. λείανση και γυάλισμα της επιφάνειας τών δοντιών ύστερα από αφαίρεση τών μικροβιακών πλακών
3.φρ. «ηλεκτρολυτική στίλβωση» — απόθεση ενός λεπτού στρώματος μη οξειδούμενου μετάλλου πάνω στην επιφάνεια που πρόκειται να στιλβωθεί
μσν.
αναλαμπή («στίλβωσιν ἐξέπεμψεν», Πισίδ.).