συσσωρευτής

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. (ηλεκτρολ.) συγκρότημα δύο ή περισσότερων στοιχείων τα οποία μετατρέπουν χημική ενέργεια κατευθείαν σε ηλεκτρική ενέργεια, αλλ. μπαταρία ή συστοιχία
2. (αυτοκ.) η παραπάνω συσκευή η οποία μπορεί να επαναφορτίζεται με τη διοχέτευση, μέσα από αυτήν, ρεύματος κατά την αντίστροφη κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσωρεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία].