συσσίτιο

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / συσσίτιον, ΝΜΑ σύσσιτος
κοινή σίτηση, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο
νεοελλ.
1. το φαγητό τών στρατιωτών
2. μερίδα φαγητού που δίνεται σε άπορα άτομα από διάφορα φιλανθρωπικά ή κρατικά ιδρύματα
αρχ.
1. το μέρος όπου συντρώγουν πολλά άτομα, αίθουσα κοινού γεύματος ή κοινού δείπνου
2. συντροφιά, παρέα.