φύκος
Greek Monolingual
το / φῡκος, -ύκους και -ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν
συν. στον πληθ. τα φύκη
βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών ιστών και τών οργάνων τους, σε σύγκριση με τα βρυόφυτα και τα τραχεόφυτα (α. «η λίμνη είναι γεμάτη φύκη» β. «τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, ὅταν ἑκταραχθεῑσα τοῑς πνεύμασι τὰ βρύα καὶ τὸ φῡκος ἀναβάλλῃ», Πλούτ.)
νεοελλ.
βοτ. γένος φαιοφυκών που ανήκει στην τάξη φυκώδη, γνωστή και ως φουκώδη
αρχ.
ψιμύθιο ερυθρού χρώματος, που παρασκευαζόταν από τα παραπάνω φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία αποτελούσε αρχικά ονομ. φυτού, πιθ. κάποιου είδους λειχήνα από τον οποίο παρασκεύαζαν ένα είδος κόκκινης βαφής, χρησιμοποιούμενης και για καλλωπισμό, από όπου και η σημ. «ψιμύθιο» της λ. Η παλαιότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. pūk «βαφή για τα μάτια») η οποία είχε αρχικά τη σημ. «ψιμύθιο» και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το φυτό, δεν θεωρείται πιθανή, αφού άλλωστε και ο εβρ. τ. αναφερόταν σε ένα είδος μαύρης (και όχι ερυθρής) βαφής. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. fucus)].