φοινίσσω

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

E.Or.1285 (lyr.), etc.; fut. ξω B.12.165, etc.: (φοινός): —

   A redden, make red, αἵματι Ἄρης πόντον φοινίξει Orac. ap. Hdt.8.77, cf. B. l. c.; χεῦμα Καΐκου Epic.Alex.Adesp.3.15; σφάγια φ. E. l. c.; φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ Id.IA187 (lyr.); empurple, μόρον S.Fr.395:—Pass., to be or become red, μάστιγι νῶτα φοινιχθείς S.Aj. 110; αἵματι φ. E.Hec.151 (anap.); πόντος ναΐοις ἐφοινίσσετο σταλαγμοῖς Tim.Pers.33, cf. Hp.Epid.7.92; καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theoc.20.16; νᾶμα δ' ἐφοινίχθη Id.23.61; τεμνόμενοι, φοινισσόμενοι, καόμενοι Porph.Abst.1.56:—Med., [σκίλλα] φοινίξατο σάρκα Nic.Al. 254, cf. Nonn.D.34.143.    2 in the Perrhaebian dialect, = αἱμάσσω, Arist.Mir.843b14.    3 causal, θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει causes a hot flush, Opp.H.2.428.    II intr., become blood-red, Nic.Th.238; ἄνθη μετὰ τοῦ λευκοῦ φοινίσσοντα ἐκ μέρους Dsc.4.159.

German (Pape)

[Seite 1296] röthen, roth machen; αἵματι πόντον Orak. bei Her. 8, 77; μάστιγι φοινιχθείς Soph. Ai. 110; σφάγια φοινίσσω Eur. Or. 1285; übrtr., φοινίσσουσα παρηΐδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ I. A. 187; – pass. roth werden, φοινίσσετο σάρξ Rufin. 2 (V, 35), φοινίχθη καλὸν χρόα Ap. Rh. 3, 725, wie Theocr. 20, 16; auch = schminken; bei den Aerzten = die Haut durch aufgelegte Zugpflaster od. beizende Mittel reizen u. röthen, vgl. Nic. Al. 254, wie Opp. Hal. 2, 427. – Auch intrans., roth werden, erröthen, Nic. Ther. 238. 303. 845; vgl. Soph. frg. 698.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίσσω: μέλλ. -ξω· (φοινός)· ― κάμνω τι κόκκινον, κοκκινίζω, αἵματι δ’ Ἄρης πόντον φοινίξει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· σφάγια φοινίσσειν Εὐρ. Ὀρ. 1285· φοινίσσουσα παρῇδ’ ἐμὰν αἰσχύνᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 187. ― Παθ., γίνομαι κόκκινος, μάστιγι φοινιχθεὶς Σοφ. Αἴ. 110· φ. αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 152· καὶ χρόα φοινίχθην Θεόκρ. 20. 16· νᾶμα δ’ ἐφοινίχθη ὁ αὐτ. 23. 61. ― Μέσ., σκίλλη... φοινίξατο σάρκα, «ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 254, πρβλ. Νόνν. Δ. 34. 143. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον Περραιβῶν, = αἱμάσσω, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 132. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Νικ. Θηρ. 238, Ὀππ. Ἁλ. 2. 428.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. ἐφοινίχθην;
1 rougir de sang;
2 p. ext. faire rougir de honte ou de pudeur, acc. ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: φοινός.

Greek Monolingual

και φοινίζω Α [[φοῑνιξ (Ι), -οίνικος]]
1. κάνω κάτι κόκκινο σαν το αίμα, το κοκκινίζω
2. ιατρ. προξενώ έντονο ερύθημα
3. (στη διάλεκτο τών Περραιβών) περιβρέχω κάτι με αίμα
4. (αμτβ.) γίνομαι κόκκινος σαν το αίμα.