αντιδίδωμι

Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀντιδίδωμι (AM)
ανταποδίδω
αρχ.
1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει
2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις)
3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο.