ἐπινίσσομαι

Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A go over, c. gen., πεδίων S.OC689 (lyr.).    2. c. acc., come upon, visit, A.R.4.817, Nic.Th.470, Pae.Delph.6: abs., Theoc. 8.43, A.R.4.281. (Written with single -σ-, Pae.Delph. l.c.)

German (Pape)

[Seite 965] darüber hingehen, πεδίων, über die Felder, Soph. O. C. 695; absol., dazu-, ankommen, Theocr. 8, 43; c. acc., καὶ γάρ τε θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη Ap. Rh. 4, 817, wie οὔρεα Nic. Th. 470; vgl. Qu. Sm. 12, 463.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινίσσομαι: Ἀποθ., ἐπέρχομαι, μετὰ γεν., πεδίων Σοφ. Ο. Κ. 689. 2) μετ’ αἰτ., ἐπέρχομαι, ἐπισκέπτομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 817, Νικ. Θ. 470· ἀπολ., Θεόκρ. 8. 43, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 281.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’avancer sur, gén..
Étymologie: ἐπί, νίσσομαι.

Greek Monolingual

ἐπινίσσομαι, (Α)
1. πηγαίνω κάπου («πεδίων ἐπινίσσεται», Σοφ.)
2. επισκἐπτομαι («καὶ θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίσσομαι, παράλλ. τ. του νέομαι «επανέρχομαι»].

Greek Monotonic

ἐπινίσσομαι:1. αποθ., επέρχομαι, με γεν., σε Σοφ.
2. επισκέπτομαι, σε Θεόκρ.