ἧμα
English (LSJ)
ατος, τό, (ἵημι)
A that which is thrown, dart, javelin, ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος best at darting, Il.23.891: hence ἥμων (q.v.). II ϝῆμα, v. εἷμα.
German (Pape)
[Seite 1164] τό (ἵημι), das Werfen, Schießen, der Wurf; δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος Il. 23, 891; Hesych. erkl. βλήματα, ἀκόντια.
Greek (Liddell-Scott)
ἧμα: τό, (ἵημι) τὸ ῥιπτόμενον, βλῆμα, βέλος, ἀκόντιον, ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος, ἱκανώτατος εἰς τὸ ἀκοντίζειν, Ἰλ. Ψ. 891· ἐντεῦθεν ἥμων, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
javelot, trait.
Étymologie: R. Ἑ, lancer, laisser aller ; cf. ἵημι.
English (Autenrieth)
ατος (ἵημι): throw; ἥμασιν ἄριστος, best ‘at javelin-throwing,’ Il. 23.891†.
Greek Monotonic
ἧμα: τό (ἵημι), αυτό που ρίπτεται, βέλος, ακόντιο, σε Ομήρ. Ιλ.