ἐξιχνεύω

Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A track out, τινά E.Ba.352, 817; τὰς βοῦς ὅπῃ βεβᾶσι S.Ichn.160; τοὺς λανθάνοντας Plu.Pomp.27; [κύνες] ἐ. τοὺς πολεμίους Polyaen.4.2.16: metaph., τι A.Ag.368 (lyr.); τὴν ἀλήθειαν Arg.Men.Oxy.1235.49; ἐ. Ἑλλάδα γλῶσσαν 'feel for', try to talk Greek, Tim.Pers.161.

German (Pape)

[Seite 884] ausspüren, ausspähen, τί, Aesch. Ag. 359; τὸν ξένον Eur. Bacch. 352; Sp.; τοὺς λανθάνοντας Plut. Pomp. 27; eigtl., von Hunden, Polyaen. 4, 2, 16; – τοῖς ὀνείρασιν, durch Träume, Luc. Philopatr. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιχνεύω: ἀνιχνεύω, εὑρίσκω, πάρεστι τοῦτό γ’ ἐξιχνεῦσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 368· ἐξιχνεύσατε τόν… ξένον Εὐρ. Βάκχ. 352, 817.

French (Bailly abrégé)

suivre à la piste ; fig. rechercher avec soin, dépister, découvrir, acc..
Étymologie: ἐξ, ἰχνεύω.

Greek Monolingual

ἐξιχνεύω (AM)
1. εξιχνιάζω, ανακαλύπτω («ἐξιχνεύσατε τὸν θηλύμορφον ξένον», Ευρ.)
2. ερευνώ και) ανακαλύπτω τη σημασία (λέξης κ.λπ.) («τὸν ἐν ἐκάστῃ συλλαβῇ... νοῡν ἐξιχνεύειν», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «ἐξιχνεύω Ἑλλάδα γλῶσσαν» — προσπαθώ να μιλήσω Ελληνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- + ιχνεύω (< ίχνος)].

Greek Monotonic

ἐξιχνεύω: μέλ. -σω, ανιχνεύω, εντοπίζω, σε Αισχύλ., Ευρ.