εὐδοκιμέω

Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

impf.

   A ηὐδοκίμουν Pl.Grg.515e: aor. ηὐδοκίμησα X. Cyr.7.1.46, D.7.20: pf. ηὐδοκίμηκα Ar.Nu. 1031: the augm. is omitted in Ion., Hdt.3.131, 7.227, and freq. in codd. of Att., etc., as Ar. l.c., X.HG6.1.2, etc.:—to be of good repute, highly esteemed, popular, Thgn.587, E.Fr.546 (lyr.), Ar. l.c., Pl.Grg. l.c., etc.; εὐ. ἐνθυμήματι gain credit by... X.HG4.5.4; εὐ. ἔν τινι to be distinguished in a thing, Hdt.1.59, Th.2.37; ἐπὶ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν Pl.Hp.Ma.291a, cf. Isoc.3.30; ἐπὶ τῶν λόγων D.Prooem9; τὰ ἄλλα D.C.60.8; περί τι Pl.R.368a, etc.; παρὰ τοῖς ἀνθρώποις ἔκ τινος Isoc.11.28, cf. Plu. Dio34; ἀπό τινων Eus.Mynd.55; ἀπ' ἀρετῆς ἐκ γένους ἀλλ' οὐκ ἐκ τοῦ προστυχόντος εὐ. D.C. Fr.57.48; ἐς φήμην Id.Fr.54.7; εὐ. μάλιστα τῶν Πρωταγόρου μαθητῶν Pl.Prt.315a; διὰ πάντων τῶν βασιλέων Hdt. 6.63; εὐ. παρὰ βασιλέϊ to have influence with him, Id.8.87, cf. Lys. 25.24, etc.:—later in Med., Com.Adesp.110.4.    2 of wine, meats, etc., to be highly esteemed, popular, εὐ. σφόδρα Alex.282, cf. Philem. 122; σκῶπες σφόδρα εὐ., i.e. their flesh, Arist.HA618a3; so of things generally, θεάματα κατὰ τὰς τέχνας -οῦντα Isoc.4.45, cf. 9.11; παρὰ τοῖς Ἕλλησι -δοκιμῶν νόμος D.21.50, cf. Arist.EN1181a16; of popular arguments, Id.Rh.1400b25; of physicians and medical treatments, Gal.10.390, Herod. Med. in Rh.Mus.58.112; ἐκ τούτων ἡ νῦν εὐ. σοφία AP11.157 (Ammian.):—also in Pass., ἀκρόαμα-ούμενον Plu. Galb.16; to be recognized, approved, PTeb.25.16 (ii B.C.).    3 of money, to be genuine, LXX Ge.43.23.    II in Med., hold in honour, D.S.4.24 codd. εὐδοκῐμ-ησις, εως, ἡ, good repute, reputation, credit, mostly in pl., Pl.R.358a, 363a, Luc.Pisc.25: sg., Them.Or.29.347c.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδοκιμέω: παρατ. ηὐδοκίμουν Πλάτων. Γοργ. 515Ε· ἀόρ. ηὐδοκίμησα Ξενοφ. Κύρ. 7. 1, 46, Δημ. 7. 20: πρκμ. ηὐδοκίμηκα Άριστοφ. Νεφέλ.1031: - ἡ αὔξησις παραλείπεται ἐν τῇ Ἰάδι διαλ., Ἡρόδ. 3, 131., 7. 227, καὶ συχνάκις ἐν Ἀντιγράφοις Ἀττ. συγγραφέων, ὡς ἐν Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 2, κτλ. Εἶμαι εὐδόκιμος, ἔχω καλὴν φήμην, τιμῶμαι, εἶμαι ἔντιμος, δημοτικός, Θέογν. 587, Εὐρ. Ἀποσπ. 550, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 173. 40, κτλ.: - εὐδοκιμῶ ἔν τινι, διακρίνομαι ἔν τινι, εὐδοκιμῶ, Ἡρόδ. 1, 59, Θουκ. 2, 37· ἐπὶ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 291 Α· ἐπί τινος Δημ. 1425. 5· τι Δίων Κ. 60. 8· περί τι Πλάτ. Πολ. 368Α, κτλ.· ἔκ ἢ ἀπό τινος Πλουτ. Δίων 34, Ἀνθ. ΙΙ. 11. 157, Δίων Κ.: - εὐδ. μάλιστα τῶν μαθητῶν Πλάτ. Πρωταγ. 315 Α· οὕτως, εὐδ. διὰ πάντων τῶν βασιλέων Ἡρόδ. 6. 63: - εὐδ. παρὰ τῷ βασιλέϊ, ἔχειν δύναμιν παρ’ αὐτῷ, ὁ αὐτ. 8. 87, πρβλ. 88., 9. 20· παρὰ τισι εὐδοκιμῶν νόμος Δημ. 530. 16: - παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Κωμ. Ἀνώνυμ. 50 (Διόδ. 12. 14), Πλουτ. Γάλβ. 16. 2) ἐπὶ οἴνων, ἐδεσμάτων, κτλ., λίαν τιμῶμαι, εὐδ. σφόδρα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 14· σκῶπες σφόδρα εὐδ., δηλ. ἡ σὰρξ αὐτῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 28: - οὕτως ἐπὶ πραγμάτων καθόλου, οἱ εὐδοκιμοῦντες τῶν νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 20· ἐπὶ κοινῶν ἐπιχειρημάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 23, 30, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, ἔχω ἐν τιμῇ, Διόδ. 4. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ηὐδοκίμουν, f. εὐδοκιμήσω, ao. ηὐδοκίμησα, pf. ηὐδοκίμηκα;
être estimé, honoré, avoir bon renom ; en parl. de choses être estimé, être apprécié.
Étymologie: εὐδόκιμος.

Greek Monotonic

εὐδοκῐμέω: παρατ. ηὐδοκίμουν, αόρ. αʹ ηὐδοκίμησα, παρακ. ηὐδοκίμηκα· η αύξηση παραλείπεται στην Ιων. (εὐδόκιμος)· έχω καλή φήμη, τιμώμαι, εκτιμώμαι, είμαι ξακουστός, είμαι δημοφιλής, σε Θέογν., Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· εὐδ. ἔν τινι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω σε κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐπίτινι, σε Πλάτ.· εὐδ. παρὰ τῷ βασιλέϊ, έχω επιρροή σε αυτόν, σε Ηρόδ.