κατακωμάζω

Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A burst riotously in upon, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν E.Ph.352.

German (Pape)

[Seite 1358] daherschwärmen (s. das simplex); vom Unglück, einbrechen, einstürmen, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Οἰδιπόδα Eur. Phoen. 355.

Greek (Liddell-Scott)

κατακωμάζω: εἰσορμῶ ἐν παραφορᾷ ὡς οἱ εὐθυμοῦντες, οἱ κωμάζοντες, ὡς τὸ εἰσκωμάζω· καὶ ἐπὶ τῆς δυστυχίας, ὡς, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν, ἐπέπεσεν, ἐνέσκψεν, Εὐριπ. Φοίν. 352.

French (Bailly abrégé)

insulter, outrager.
Étymologie: κατά, κωμάζω.

Greek Monolingual

κατακωμάζω (Α)
μτφ. (για τη δυστυχία) ορμώ με δύναμη, ενσκήπτω παράφορα («τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κωμάζω «ενσκήπτω, ορμώ με δύναμη»].

Greek Monotonic

κατακωμάζω: μέλ. -σω, εισβάλλω κάνοντας φασαρία, κάνοντας θόρυβο, τὸδαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν, σε Ευρ.