κνίδη

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῑ], (κνίζω)

   A nettle, Urtica, Hp.Vict.2.54, Arist.HA522a8, Theoc.7.110, Nic.Th.880, AP12.124 (Artemo); = ἀκαλήφη, Dsc.4.93 (un-Attic, acc. to Moer.p.66P.).    II sea-nettle, Actinia, Arist. HA548a23.—Both senses combined, Archestr.Fr.9.7.

German (Pape)

[Seite 1461] ἡ (κνίζω), – 1) Nessel, Brennnessel, nach Moeris hellenistisch für das attische ἀκαλήφη; Beides steht neben einander Archestrat. bei Ath. VII, 285 c; ἐν κνίδαισι καθεύδειν Theocr. 7, 109; Sp. – 2) eine Molluskenart, welche beim Berühren ein Brennen, wie die Nessel verursacht, Meernessel; Arist. H. A. 5, 16 part. an. 4, 5; Ath. III, 90.

Greek (Liddell-Scott)

κνίδη: ῑ, ἡ, (κνίζω) «τσουκνίδα», Λατ. urtica, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 9, Θεόκρ. 7. 110, Διοσκ. 4. 94, Ἀνθ. Π. 12, 124˙ ― κατὰ τὸν Μοῖριν: «ἀκαλήφη Ἀττικοί, κνίδη Ἕλληνες». ΙΙ. θαλασσία κνίδη, εἶδος μαλακίου, ὅπερ ἐγγιζόμενον προξενεῖ κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 1, καὶ ἀλλ.˙ καλούμενον καὶ ἀκαλήφη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, Αθήν. 20Α. ― Ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνυπάρχουσι παρὰ τῷ Ἀρχεστρ. ἐν Ἀθην. 285C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ortie, plante.
Étymologie: DELG cf. κνίζω.

Greek Monolingual

η (AM κνίδη)
1. το φυτό τσουκνίδα
2. είδος θαλάσσιας μέδουσας, η ακαλήφη
αρχ.
το θαλάσσιο ζώο ακτίνιο («γίγνονται τοῖς ὀστρακοδέρμοις καὶ τὰ μὴ ἔχοντα ὄστρακα, οἷον αἵ τε κνίδαι καὶ οἱ σπόγγοι ἐν ταῑς σήραγξι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κνῑδη ανήκει στην οικογένεια του κνῐζω, του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί άμεσο παρ. αν δεν υπήρχε η διαφορά ποσότητας του -ι-. Αντίστοιχος τ., πάλι όμως με βραχύ φωνήεν, είναι το μσν. ιρλδ. cned «πληγή». Βλ. και λ. κνίσα.
ΠΑΡ. κνίδωση(ις)
αρχ.
κνίδειος
νεοελλ.
κνιδώδης].

Greek Monotonic

κνίδη: [ῑ], ἡ (κνίζω), τσουκνίδα, Λατ. urtica, σε Θεόκρ., Ανθ.