κινυρός

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ά, όν,

   A wailing, plaintive, Il.17.5; γόος A.R.4.605; πέτηλα Nonn.D.38.95; v. μινυρός.

German (Pape)

[Seite 1441] wehklagend, winselnd; von einer Kuh Il. 17, 5; μύρονται κινυρὸν μέλεαι γόον Ap. Rh. 4, 605; Nonn. öfter. Vgl. μινυρός.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνῠρός: -ά, -όν, κλαυθυρμός, γοερός, Ἰλ. Ρ. 5.· γόος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 605· πέτηλα Νόνν. Δ. 38. 95· ἴδε μινυρός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

whimpering, wailing, Il. 17.5†.

Greek Monolingual

κινυρός, -ά, -όν (Α)
θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει»
μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι, μουρμουρίζω». Αρχικοί τ. τών δύο ομάδων είναι πιθ. ο κινυρός και το ρ. μινυρίζω, αναλογικά προς τους οποίους σχηματίστηκαν οι τ. μινυρός και κινυρίζω, αντιστοίχως, ενώ τα ρ. κινύρομαι και μινύρομαι δημιουργήθηκαν πιθ. υπό την επίδραση του μύρομαι «κλαίω, θρηνώ»].

Greek Monotonic

κῐνῠρός: -ά, -όν, γοερός, λυπητερός, θρηνητικός, σε Ομήρ. Ιλ.