ὀλιγηπελέων

Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ουσα (cf. ἀναπελάσας), Ep.part.,

   A having little power, in feeble case, powerless, κεῖτ' ὀλιγηπελέων Od.5.457 ; ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης 19.356, cf. Il.15.245 ; cf. κακηπελέων.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγηπελέων: ουσα, (πέλομαι) Ἐπικ. μετοχ., ἔχων ὀλίγην δύναμιν, ἀσθενής, ἀδύνατος, κεῖτ’ ὀλιγηπελέων Ὀδ. Ε. 457· ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης Τ. 356, πρβλ. Ἰλ. Ο. 245· πρβλ. κακηπελέω.

Greek Monolingual

ὀλιγηπελέων, -ουσα (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ' ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ' ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες, ὀλιγοδρανής: ὀλιγοδρανέων)].

Greek Monotonic

ὀλῐγηπελέων: -ουσα, μτχ. χωρίς ενεστ., αυτός που έχει λίγη δύναμη, που βρίσκεται σε ασθενή θέση, ανίσχυρος, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.