ὀλιγοδρανέων
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοδρανέων: -έουσα. (δράω, δραίνω) Ἐπιχ. μετοχ., ὁ ὀλίγα νὰ πράξῃ δυνάμενος, ἀσθενής, ἀδύνατος, Ἰλ. Ο. 246, Π. 843, Χ. 337· οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.· - πρβλ. ὀλιγηπελέων.
Greek Monotonic
ὀλιγοδρᾰνέων: -έουσα, μτχ. χωρίς ενεστ., ικανός να πράξει λίγα, αδύναμος, ανίσχυρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
part. with no pres. in use]
able to do little, feeble, powerless, Il. [from ὀλῐγοδρᾰνής]