συγκαίω

Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Att. συγκάω [ᾱ],

   A set on fire with or at once, burn up, Pl.Ti. 22c:—Pass., to be burnt up, calcined, ib.49c, PCair.Zen.129.17 (iii B.C.), etc.; also of the effect of intense cold, D.L.2.118.    2 overheat, inflame, [ὁ οἶνος] σ. τὰς φλέβας Hp.Aër.9; ταῦτα σ. τὴν κοιλίην Id.VM10, cf. Gal.15.559:—Pass., τὸ συγκεκαυμένον Prodic.4; κοιλίη συνεκαύθη Hp.Epid.1.26.δ:—intr. in Act., κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί liable to inflame, Id.Aër.7.

German (Pape)

[Seite 963] att. -κάω (s. καίω), mit od. zugleich in Brand setzen, anzünden; κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί, zur Entzündung geneigt, Hippocr.; τὰ ἐπὶ γῆς ξυνέκαυσε, Plat. Tim.. 22 c. – Pass. mit in Brand gerathen, brennen, συγκαυθέντα ἀέρα, 49 e.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαίω: Ἀττ. -κάω [ᾱ], μέλλ. -καύσω. Καίω ἢ θερμαίνω μετά τινος ἢ ἀμέσως. Λατ. comburere, Πλάτ. Τίμ. 22C· ὁ οἶνος σ. τὰς φλέβας Ἱππ. 286. 45. -Παθ., κατακαίομαι, εἰς τέφραν ἢ κόνιν μεταβάλλομαι, Πλάτ. Τίμ. 49C, Ἱππ. 976Ε, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, Διογ. Λ. 2. 118. 2) ἀμεταβ., κοιλίαι ξυγκαίειν ἀγαθαί, ὑποκείμεναι εἰς φλόγωσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαύσω;
brûler ou enflammer entièrement.
Étymologie: σύν, καίω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. συγκάω Α καίω
καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο
νεοελλ.
1. προκαλώ σύγκαμα
2. μέσ. συγκαίομαι
πάσχω από ερεθισμό του δέρματος που οφείλεται σε προστριβή με κάτι άλλο
αρχ.
1. καίω αμέσως
2. υπερθερμαίνω, φλογίζω
3. (αμτβ.) υπόκειμαι σε φλόγωση
4. παθ. μεταβάλλομαι σε σκόνη ή σε στάχτη, κατακαίομαι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. συγκάω Α καίω
καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο
νεοελλ.
1. προκαλώ σύγκαμα
2. μέσ. συγκαίομαι
πάσχω από ερεθισμό του δέρματος που οφείλεται σε προστριβή με κάτι άλλο
αρχ.
1. καίω αμέσως
2. υπερθερμαίνω, φλογίζω
3. (αμτβ.) υπόκειμαι σε φλόγωση
4. παθ. μεταβάλλομαι σε σκόνη ή σε στάχτη, κατακαίομαι.

Greek Monotonic

συγκαίω: Αττ. -κάω [ᾱ], μέλ. -καύσω, ανάβω πυρκαγιά, πυρπολώ μαζί με κάποιον ή αμέσως, κατακαίω, Λατ. comburere, σε Πλάτ.