συστενάζω

Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A lament with, φίλοις E.Ion 935: abs., Ep.Rom.8.22.

German (Pape)

[Seite 1044] (s. στενάζω), mitseufzen, mitstöhnen; φίλοις, Eur. Ion 935; in sp. Prosa, wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συστενάζω: στενάζω, θρηνῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὡς συστενάζειν οἶδα γενναίως φίλοις Εὐρ. Ἴων 935· ἀπολ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 22.

French (Bailly abrégé)

gémir avec, τινι.
Étymologie: σύν, στενάζω.

English (Strong)

from σύν and στενάζω; to moan jointly, i.e. (figuratively) experience a common calamity: groan together.

English (Thayer)

(T WH συνστενάζω (cf. σύν, II. at the end)); to groan together: σύν has the same force as in συνωδίνω, b. (τίνι, with one, Euripides, Ion 935; Test xii. Patr. (test. Isach. § 7), p. 629).

Greek Monolingual

Α στενάζω
στενάζω μαζί, θρηνώ μαζί με άλλους («πᾱσα ἡ κτίσις συστενάζει», ΚΔ).

Greek Monotonic

συστενάζω: στενάζω, αναστενάζω, θρηνώ από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ευρ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη