συνωδίνω
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
[ῑ], to be in travail together, σ. κακοῖς share in the agony of woes, E.Hel.727; οἱ συνωδίνοντες ὄρνιθες Arist.EE1240a36; οἱ ἄρρενες ταῖς θηλείαις σ. Ael.NA3.45:—Pass., στεροπῇσι συνωδίνοντο κεραυνοί Nonn. D. 2.507.
French (Bailly abrégé)
souffrir en même temps qu'une autre des douleurs de l'enfantement ; en gén. souffrir avec un autre.
Étymologie: σύν, ὠδίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ωδίνω tegelijk in barensnood verkeren (van de schepping). NT Rom. 8.22. overdr. mee lijden, met dat. met iets:. κακοῖς met zijn ellende Eur. Hel. 727.
German (Pape)
[ῑ], mit od. zugleich Geburtswehen haben, überhaupt mit über Etwas Schmerz empfinden, κακοῖς Eur. Hel. 733.
Russian (Dvoretsky)
συνωδίνω: (ῑ)
1 сострадать, сочувствовать (κακοῖς, sc. τινος Eur.);
2 вместе терпеть муки (συστενάζειν καὶ σ. NT).
English (Strong)
from σύν and ὠδίνω; to have (parturition) pangs in company (concert, simultaneously) with, i.e. (figuratively) to sympathize (in expectation of relief from suffering): travail in pain together.
English (Thayer)
a. properly, to feel the pains of travail with, be in travail together: οἶδε ἐπί τῶν ζοωον τάς ὠδῖνας ὁ σύνοικος καί συνωδίνει γέ τά πολλά ὥσπερ καί ἀλεκτρυονες, Porphyry, de abstin. 3,10; (cf. Aristotle, eth. Eud. 7,6, p. 1240a, 36).
b. metaphorically, to undergo agony (like a woman in childbirth) along with: σύν refers to the several parts of which ἡ κτίσις consists, cf. Meyer at the passage); κακοῖς, Euripides, Hel. 727.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. κοιλοπονώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. (γενικά) υποφέρω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο, συμπάσχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὠδίνω «κοιλοπονώ, έχω ωδίνες τοκετού»].
Greek Monotonic
συνωδίνω: [ῑ], κοιλοπονώ μαζί, λέγεται για τις ωδίνες του τοκετού· υποφέρω από κοινού, συμπάσχω, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωδίνω: [ῑ], ὠδίνω, κοιλοπονῶ ὁμοῦ, σ. κακοῖς, συνυποφέρω, συμπάσχω, Εὐρ. Ἑκάβ. 727· οἱ συνωδίνοντες ὄρνιθες Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 6, 5.
Middle Liddell
to be in travail together, Eur.
Chinese
原文音譯:sunwd⋯nw 尋-哦笛挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-痛苦
字義溯源:同受悲痛,一同勞苦,一同受苦;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὠδίνω)=經過痛苦)組成,其中 (ὠδίνω)出自(ὠδίν)=劇痛),而 (ὠδίν)出自(ὀδύνη)=傷痛), (ὀδύνη)出自(δύνω)=落下), (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 一同勞苦(1) 羅8:22