ὑδροφόρος
English (LSJ)
(parox.), ον,
A carrying water, κόρη Plu. Them.31; ἀγγεῖον Poll.8.66. II Subst. ὑ., ὁ and ἡ, watercarrier, Hdt.3.14, X.An.4.5.10, PCair.Zen.702.24 (iii B. C.), LXX Jo. 9.33(27), Luc.Vit.Auct.7, etc.; Γδροφόροι, title of Tragedies by Aeschylus and by Sophocles; ὑ. Ἀρτέμιδος Πυθίης, title of priestess at Branchidae, OGI226.1 (iii B. C.); so in pl., CIG2885, BMus.Inscr. 922.9; also at Athens, of maidens who served at the Dipolieia, Thphr. ap. Porph.Abst.2.30; cf. ὑδροφορέω 11. III ὑδροφόρους· ὑδρορρόους, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1174] Wasser tragend; ὁ ὑδροφόρος, der Wasserträger, Her. 3, 14; Luc. vit. auct. 7; ἡ ὑδροφόρος, die Wasserträgerinn, Xen. An. 4, 5, 10; Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροφόρος: -ον, ὁ φέρων ὕδωρ, κόρη Πλουτ. Θεμιστ. 31· ἀγγεῖον Πολυδ. Η΄, 66. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδροφόρος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ φέρων ὕδωρ, «νεροκουβαλητής», Ἡρόδ. 3. 14, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10, Λουκ., κλπ.· Ὑδροφόροι ἦτο τὸ ὄνομα τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 219 κἑξ.), καὶ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 597 κἑξ.)· - ἐκαλοῦντο δὲ Ὑδροφόροι γυναῖκες ὑπηρετοῦσαι ἐν τῷ ναῷ τῶν Βραγχιδῶν ἐν Μιλήτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2885 κἑξ., πρβλ. ὑδροφορέω, ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδροφόρους· ὑδρορρόους».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte de l’eau ; ὁ, ἡ ὑδροφόρος porteur d’eau, porteuse d’eau.
Étymologie: ὕδωρ, φέρω.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑδροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί.
γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.)
2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ υδροφόρος και ἡ ὑδροφόρος
αυτός που έχει ως έργο τη μεταφορά νερού, ο νεροκουβαλητής
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η υδροφόρος
όχημα ή πλοίο κατάλληλο για τη μεταφορά νερού
2. φρ. «υδροφόρος ορίζοντας»
γεωλ. νοητή υπόγεια επιφάνεια που αντιπροσωπεύεται από τις υδάτινες στάθμες τών φρεάτων και διεισδύει στη ζώνη του ολικά κορεσμένου με νερό διαπερατού πετρώματος, διαχωρίζοντας τη ζώνη του υπόγειου νερού από την υπερκείμενή της περιοχή του τριχοειδικού νερού
(αρχ,)
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ὑδροφόροι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου και του Σοφοκλέους
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Ὑδροφόροι
α) γυναίκες ιέρειες του ναού τών Βραγχιδών στη Μίλητο
β) άγαμες νεαρές κόρες που έπαιρναν μέρος στα Διπολίεια, γιορτή που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν του Διός Πολιέως
3. (η αιτ. πληθ.) ὑδροφόρους
(κατά τον Ησύχ.) «ὑδρορρόους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόρος].
Greek Monotonic
ὑδροφόρος: -ον (φέρω),
I. αυτός που μεταφέρει, φέρει νερό, σε Πλούτ.
II. ως ουσ., ὑδροφόρος, ὁ και ἡ, νεροκουβαλητής, σε Ηρόδ., Ξεν.