ψεφηνός

Revision as of 02:37, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ή, όν,

   A dark, obscure, metaph. of a person, Pi.N.3.41 codd. (-εινός Bgk., -εννός Pors.).

German (Pape)

[Seite 1396] duukel, finster; unbekannt, niedrig, Pind. N. 3, 39 ἀνήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, ἀμαυρός, ἀμυδρός, μεταφορ., ἐπὶ προσώπου, Πινδ. Ν. 3. 71.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
obscur.
Étymologie: ψέφος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -ηνός (πρβλ. χαλικ-ηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< ψεφεσνός)].

Greek Monotonic

ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, μαύρος, αμυδρός, λέγεται μεταφ. για άνθρωπο, σε Πίνδ.