ἄχορος

Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A without the dance, epith. of Ares, to mark the horrors of war, A.Supp.681 (lyr.); of death, μοῖρ' . . ἄλυρος, ἄ. S.OC1222 (lyr.); ἄ. στοναχαί v.l. in E.Andr.1037 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 419] ohne Reigentänze, θυσία Plut. de aud. poet. 2; traurig, μοῖρα Soph. O. C. 1224; στοναχὰς ἐμέλποντο Eur. Andr. 1038; – Ἄρης, der sich an Tänzen nicht ergötzt, Aesch. Suppl. 638.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχορος: -ον, ὁ ἄνευ χοροῦ, ἐπιθ. τοῦ Ἄρεως, δηλοῦν τὴν φρίκην τοῦ πολέμου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 635,681· περὶ τοῦ θανάτου, μοῖρ’... ἄλυρος, ἄχ. Σοφ. Ο.Κ.1223· ἄχ. στοναχαί Εὐρ. Ἀνδρ. 1038.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non accompagné de danses ; triste, affreux.
Étymologie: ἀ, χορός.

Spanish (DGE)

-ον
ajeno, hostil a los coros festivos ἄχορον ἀκίθαριν ... Ἄρην A.Supp.681, Μοῖρ' ... ἀνυμέναιος ἄλυρος ἄ. S.OC 1222
que no tiene coros festivos ἄχορον οἰκοῦσι χθόνα E.Cyc.124, θυσίαι Plu.2.16c
ἀχόρους· κακοχόρους Hsch. (sobre la v.l. ἀχόρους στοναχάς en E.Andr.1037).

Greek Monolingual

ἄχορος, -ον (Α)
ο δίχως χορό, θλιβερός.

Greek Monotonic

ἄχορος: -ον, αυτός που στερείται χορού, λέγεται για το θάνατο, σε Σοφ.· μελαγχολικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχορος: 1) не сопровождаемый плясками (θυσίαι Plut.);
2) чуждый плясок, т. е. безрадостный, мрачный (Ἄρης Aesch.; μοῖρα Soph.; στοναχαί Eur.).