ἀνυμέναιος
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
ἀνυμέναιον, without the nuptial song, unwedded, S.Ant.876, 917, E.Hec.416, Men.548, etc.; μοῖρα ἀνυμέναιος S.OC1221 (lyr.): neut.pl. as adverb, Id.El.962, E.Ph.347 (lyr.). Adv. ἀνυμεναίως Sch.ad loc.
Spanish (DGE)
(ἀνῠμέναιος) -ον
I 1que no está casado de doncellas, S.Ant.876, E.Hec.416, IT 856, HF 834, Men.Fr.795.4.2
•enemigo de bodas μοῖρα S.OC 1221.
II adv.
1 ἀνυμέναια = sin bodas, en soltería γηράσκειν S.El.962, cf. E.Ph.347.
2 ἀνυμεναίως = sin bodas Sch.E.Ph.347.
German (Pape)
[Seite 266] ohne Hochzeitsgesang, unvermählt (VLL. ἄγαμος), παρθένος Eur. Herc. Fur. 834 u. öfter; ἀνυμέναια, adverbial, Soph. El. 950; Eur. Phoen. 349.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans chant nuptial, sans hyménée ; adv. • ἀνυμέναια SOPH sans hyménée.
Étymologie: ἀ, ὑμέναιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυμέναιος: не слышавший брачных песен, не сочетавшийся браком Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῠμέναιος: -ον, ἄνευ ὑμεναίου, ἄγαμος, ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναιος Σοφ. Ἀντ. 876, 917, Εὐρ. Ἑκ. 416, κτλ., μοῖρα ἀν. Σοφ. Ο. Κ. 1222· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ὁ αὐτ. Ἠλ. 962, Εὐρ. Φοίν. 347. - Ἐπίρρ. -ως Σχόλ. εἰς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ἀνυμέναιος, -ον (Α) υμέναιος
1. χωρίς γαμήλιο άσμα, άγαμος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἀνυμέναια
χωρίς γάμο.
Greek Monotonic
ἀνῠμέναιος: -ον, ο χωρίς τον γαμήλιο ύμνο, ανύμφευτος, σε Σοφ., Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
without the nuptial song, unwedded, Soph., Eur.: neut. pl. as adv., Soph., Eur.