περιστείχω

Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A go round about, c. acc., τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277, cf. AP5.138 (Mel.): abs., περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13, dub. in Alc.Com.35.

German (Pape)

[Seite 593] im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.

Greek (Liddell-Scott)

περιστείχω: βαδίζω ὁλόγυρα, περιέρχομαι, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, «περιῆλθες, περιώδευσας» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 277, Πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 139· ἀπολ., περιστείχοντος ἀλείσου Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 477C.

French (Bailly abrégé)

aller autour de, acc..
Étymologie: περί, στείχω.

English (Autenrieth)

aor. περίστειξας: walk around, Od. 4.277†.

Greek Monolingual

Α
1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.)
2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ.
β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στείχω «βαδίζω, βαίνω»].

Greek Monotonic

περιστείχω: μτχ. αορ. αʹ περίστειξας, βαδίζω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

περιστείχω: 1) обходить (κοῖλον λόχον Hom.);
2) окружать, обступать (τινά Anth.).