σκόλυμος

Revision as of 09:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

(ἡ Numen. ap. Ath.9.371c; σκόλυμον, τό, Zonar.),

   A golden thistle, Scolymus hispanicus, Hes.Op.582, Alc.39, Com.Adesp. in PTeb.693.21, Thphr.HP6.4.3, Arist.Pr.879a28.    2 = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.

German (Pape)

[Seite 902] ὁ, eine eßbare Distelart, die im heißesten Sommer blüht, Hes. op. 584; wahrscheinlich eine Artischockenart, Theophr., Diosc. Auch fem., αὐχμηρή Numen. bei Ath. IX, 371 c.

Greek (Liddell-Scott)

σκόλῠμος: ὁ, εἶδος ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, ἴσως ἡ ἀγκινάρα, «λάχανον ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scolyme, sorte de chardon comestible ou d’artichaut, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων αγκαθωτών ποωδών φυτών της οικογένειας σύνθετα, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκολιάντρι, σκόλιαντρος, σκολύμπρι, σκόλυμπρος, ασπράγκαθα κ.ά., τα οποία μοιάζουν με γαϊδουράγκαθα, ευδοκιμούν στις χώρες της Μεσογείου και τρώγονται ως λαχανικά όταν είναι τρυφερά
αρχ.
το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -(υ)μος (πρβλ. ἔλυμος), που θυμίζει και άλλα ονόματα φυτών (πρβλ. κύαμος, κάρδαμον), πολλά από τα οποία είναι δάνεια. 'Εχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος». Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με τη λ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «σκόλυβος
ὁ ἐσθιόμενος βολβός», τόσο λόγω σημ. όσο και λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής μ / β].

Greek Monotonic

σκόλῠμος: ὁ, είδος εδώδιμου ακανθώδους φυτού, αγκινάρα, σε Ησίοδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σκόλῠμος: ὁ предполож. артишок (Scolymus maculatus) Hes., Arst.