συγκρατύνω

Revision as of 12:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A strengthen, make firm, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e:—Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.

German (Pape)

[Seite 969] mit od. zugleich bestärken, stark od. fest machen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰτύνω: κρατύνω συγχρόνως, ποιῶ ἐντελῶς ἰσχυρόν, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Πλούτ. 2. 656Ε. ― Παθητ., κρατύνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, Ἱππ. 1006.

French (Bailly abrégé)

confirmer, corroborer.
Étymologie: σύν, κρατύνω.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾰτύνω: (ῠ) делать крепким, твердым (τὸν κέραμον Plut.).