ἀργυρόπεζα

Revision as of 17:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A silver-footed (or -sandalled), epith. of Thetis, Il.1.538, al.; of Aphrodite, Pi.P.9.9, cf. Orph.Fr. 275; of Artemis, Nonn.D.34.47:—hence Adj. ἀργῠρό-πεζος, ον, AP5.59 (Rufin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόπεζα: ἡ, ἀργυροῦς ἔχουσα πόδας, σύνηθες ἐπίθετον τῆς Θέτιδος, ἀργυρόπεζα Θέτις, «λαμπρόπους, ἀπὸ μέρους ὅλη καλή, πέζα γὰρ ὁ ποὺς» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 538· προσέτι τῆς Ἀφροδίτης, ὑπέδεκτο δ’ ἀργυρόπεζ’ Ἀφροδίτα Πινδ. ΙΙ. 9. 16: - ἐντεῦθεν, παρὰ μεταγ. ἐσχηματίσθη ἐπίθετον, ἀργυρόπεζος, ον, Ἀνθ. 5. 60.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f;
c.
ἀργυρόπους.

English (Autenrieth)

silvery-footed; epith. of Thetis, a Nereid fresh from the seawaves. (Il., and Od. 24.92.)

English (Slater)

ἀργῠρόπεζα
   1 silver footed ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα (P. 9.9)

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόπεζα) -ης, ἡ
de pies plateados epít. de Tetis Il.1.538, 9.410, Hes.Th.1006, de Afrodita, Pi.P.9.9, cf. Orph.Fr.275, de Ártemis, Nonn.D.34.47, de una Náyade, Nonn.D.32.291, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀργυρόπεζα, η (Α) (επίθ. θεών)
αυτή που έχει αργυρά πόδια ή σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πέζα, δωρ. κ. αρκαδ. τ. αντί πους «πόδι»].

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόπεζα: adj. f среброногая, т. е. с белоснежными ногами (эпитет Фетиды Hom., HH; эпитет Афродиты Pind.).