διάταγμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A ordinance, edict, Phld.Rh.2.289S., D.S.18.64, Ph.1.180, Ep.Hebr.11.23, Plu.Pomp.6, IG22.1077.34; κατὰ τὸ δ. (sc. τῆς συγκλήτου) ib.12(3).173.10; = Lat. edictum, OGI458.81 (i B. C.), BGU1074.3 (iii A. D.), etc.; = Lat. formula, IG14.951.24,25 (Rome); testamentary disposition, POxy.1282.27 (i A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάταγμα: τό, διαταγή, πρόσταγμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 34, Διόδ. 18. 64, Πλούτ., κτλ.· κατὰ τὸ δ. τῆς συγκλήτου Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ordonnance, prescription.
Étymologie: διατάσσω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 orden, disposición, mandato divino τὴν θυσίαν ποιήσασθαι, κατὰ τὸ ἱερώτατον δ. hacer un sacrificio según la más santa prescripción Ph.1.180, τὰ θεῖα διατάγματα los mandamientos divinos Arr.Epict.4.4.32, cf. 1.25.4, Θεοῦ δ. Const.App.4.13.2
•real, Ps.Callisth.1.25.2, δ. βασιλικόν D.H.4.10, δ. τῶν βασιλέων LXX Es.3.13d, cf. I.AI 11.215, εἰς ἔλεγχον νηπιοκτόνου διατάγματος en castigo del mandato infanticida LXX Sap.11.7, cf. Ep.Hebr.11.23, de reyes heleníst., D.S.18.64.
2 disposición testamentaria, POxy.492.9, 492.6, 1282.27 (I d.C.).
3 imper. edicto νόμοι, ψηφίσματα, διατάγματα Phld.Rh.2.289, τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Ἕλληνες <μὲν> διατάγματα, Ῥωμαῖοι δ' ἔδικτα προσαγορεύουσιν Plu.Marc.24, τὰ Ῥωμαίων διατάγματα Str.10.4.22, del emperador, I.AI 14.215, 319, τὸ ... ὑπὲρ τῶν Ἰουδαίων δ. I.AI 19.286, δ. θεοῦ Ἁδριανοῦ PAgon.1.3, 3.4 (ambos III d.C.), cf. Hdn.7.12.2, IG 5(1).1147.15 (II d.C.), PGiss.1.40.2.8 (III d.C.), de tribunos, Plu.Ant.5, del prefecto de Egipto ITemple of Hibis 1.1.9, 4.1 (ambas I d.C.), PSI 1155.8 (I d.C.), POxy.1201.18, 1408.14 (ambos III d.C.), A.Al.9.1.4, de procónsules IPr.105.81 (I a.C.), Didyma 272.19 (I d.C.), Plu.2.824e, IEphesos 23.11, 24A.8, 215.5, 3217.b.32, 3511.7 (todas II d.C.), IG 22.1077.34 (III d.C.), ἐκ διατάγματος = lat. ex edicto, por edicto Plu.Caes.59
•gener. disposición oficial de otros cargos, Plu.Pomp.6, IG 12(3).173.10 (Astipalea II a.C.), SEG 15.849 (Palmira II d.C.), TAM 2.581.7 (Tlos II d.C.).
4 lat. formula, condición, categoría εἰς τὸ τῶν φίλων δ. trad. de lat. in amicorum formula, en la condición de amigos de Roma, IUrb.Rom.1.24 (I a.C.), κατὰ τὸ διάταγμα trad. de lat. ex formula, ISmyrna 589.18 (II a.C.), IUrb.Rom.1.25 (I a.C.).
English (Strong)
from διατάσσω; an arrangement, i.e. (authoritative) edict: commandment.
Greek Monolingual
το (AM διάταγμα
Μ και διάταμαν) διατάσσω
νεοελλ.
1. έγγραφη διαταγή της εκτελεστικής εξουσίας για ερμηνεία ή εκτέλεση νόμου
2. συμβουλή, νουθεσία («αφήνει τα διατάματα και τ' αρμηνέματα», Ερωτόκριτος)
μσν.
νόμος
αρχ.
1. προσταγή, διαταγή
2. συμφωνία, διακανονισμός
3. διάθεση περιουσίας με διαθήκη
4. φρ. «κατά το διάταγμα» — κατά τα συμφωνημένα.
Russian (Dvoretsky)
διάταγμα: ατος τό распоряжение, указ, приказ Plut., Diod., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάταγμα -ατος, τό [διατάττω] bevel, voorschrift.