κλυτοεργός

Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

όν,

   A making κλυτὰ ἔργα: hence, = κλυτοτέχνης, epith. of Hephaestus, Od. 8.345; Τύχη AP10.64 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1457] berühmt durch schöne Werke, berühmter Künstler; Hephästus, Od. 8, 345; Τύχη, Agath. 65 (X, 64).

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτοεργός: -όν, (*ἔργω), περίφημος διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, ἑπομένως συνώνυμον τῷ κλυτοτέχνης, ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
célèbre par ses ouvrages ou son talent.
Étymologie: κλυτός, ἔργον.

Greek Monolingual

κλυτοεργός, -όν (Α)
ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. ιερο-εργός, φυτο-εργός].

Greek Monotonic

κλῠτοεργός: -όν (*ἔργω), περίφημος, ξακουστός για την εργασία του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτοεργός: славящийся своими произведениями, замечательно искусный (Ἣφαιστος Hom.; Τύχη Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυτοεργός -όν [κλυτός, ἔργον] vermaard om zijn kunstwerken.