στλεγγίς

Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, older word for ξύστρα (Erot.),

   A scraper, to remove the oil and dirt from the skin in the bath or after the exercises of the Palaestra, Hp.Acut.65 (v. sub fin.), Epid.4.32, Ar. Fr.139, Pl.Hp.Mi.368c, Gal.6.406, al.; ς. and λήκυθος are freq. coupled as typical articles of everyday use, οὐδ' ἐστὶν αὕτη στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος Ar.Fr.207, cf. Cic.Fin.4.12.30, Plu.2.59f, 461e:—at Sparta reeds were used, but generally the ς. was of metal, ib.239b, cf. D.S. 13.82.    II a sort of tiara overlaid with metal (ἐπίτηκτος), IG22.1638.45, 1640.6,7, 5(1).1390.14 (Andania, i B.C.), cf. Poll.7.179; of gold, IG11(2).161 B 34, al. (Delos, iii B.C.), Plb.25.4.10 (where στελγ-), Hippoloch. ap. Ath.4.128e; offered as a prize, X. An.1.2.10; worn by the θεωροί sent to an oracle or at a solemn festival, Heraclid. Tar. ap. Erot., Sosib.4:—in Ar.Th.556, the women are said to draw wine with their στλεγγίδες; so τῇ σ. κἂν ἀρύσαιτό τις Arist. Top.145a23.—Many forms occur, στελγίς Plb. l.c., Hsch., Suid., EM725.47, v.l. in Gal.6.250; also dat. sg. στέλγει,= ξύστρα (i.e. -ᾳ), Hsch.; στελγγίς (sic) IG22.1541.15; στεγγίς Hp.Acut. l.c. (cod. A, λ add. A2 post τ), Erot. l.c. (in lemmate); στελεγγίς v.l. in Gal.15.713; στλέγγος, ὁ, Sch.D.T.p.195 H.; στεργίς Artem. 1.64 codd.; στρεγγίς Heraclid. l.c.; Dim. στλεγγίον, Sch.D.T. p.195 H.

German (Pape)

[Seite 945] ίδος, ἡ, seltener στελγίς, στελεγγίς, τλεγγίς, ein breites Geräth, mit dem man sich im Bade oder in der Palästra abstrich u. den mit Salböl vermischten Schweiß abrieb, Reibeplatte, Streicheisen, Plat. Hipp. min. 368 c. Bei den Lacedämoniern waren sie von Rohr, sonst meistens von Eisen; Plut. instifut. Lac. 12; auch von Gold, Xen. An. 1, 2, 10, wo dgl. als Kampfpreise ausgetheilt werden; vgl. Böckh Staatshaush. II p. 330 ff. – Auch goldene oder vergoldete Metallplättchen, welche die Frauen, auch die Gesandten zum Orakel oder zu einem feierlichen Opfer als Hauptschmuck trugen, wahrscheinlich kammähnlich, vgl. Schol. Ar. Equ. 580 u. Suid. – Bei Ath. IV, 128 d προεστεφανώκει δὲ καὶ ἕκαστον στλεγγίδι χρυσῇ; vgl. XV, 674 b, wo es heißt τοὺς μὲν (Λακεδαιμονίους) ἀπὸ τῆς χώρας καλάμοις στεφανοῦσθαι ἢ στλεγγίδι. – Nach Poll. 7, 179 ein vergoldetes Leder um den Kopf. – Auch als ein Weinheber gebraucht, Ar. Thesm. 556.

Greek (Liddell-Scott)

στλεγγίς: -ίδος, ἡ, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς ξύστρας, (Ἐρωτιαν. Γλωσσ. Ἱππ.), «ξυστρὶ» δι’οὗ ἀπέξεον τὸ ἔλαιον μετὰ τοῦ κονιορτοῦ (γλοιὸς) ἀπὸ τοῦ δέρματος ἐν τῷ λουτρῷ ἢ μετὰ τὰς ἐν τῇ παλαίστρᾳ ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 189, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 368C, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 141· - παροιμ. ἐπὶ πενίας, οὐδ’ ἐστὶν αὐτῇ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14, πρβλ. Κικ. Fin. 4. 12, Πλουτ. 2. 59F· - ἐν Σπάρτῃ ἐχρῶντο καλάμῳ, ἀλλὰ συνήθως ἦτο ἐκ μετάλλου, Πλούτ. 2. 239Α, πρβλ. Διόδ. 13. 81. ΙΙ. εἶδος τιάρας ἐπικεκοσμημένης διὰ μετάλλου (ἐπίτηκτος), Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 9 καὶ 10, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 179· ἐκ χρυσοῦ, Πολύβ. 26. 7, 10, Ἀθήν. 128D· προβαλλομένη ὡς βραβεῖον, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 10· ἐφόρουν δὲ αὐτὴν οἱ θεωροὶ οἱ πεμπόμενοι εἴς τι μαντεῖον κατ’ ἐπίσημὸν τινα ἑορτήν, Ἡρακλείδ. Ταρ. παρ’ Ἐρωτιαν., Γλωσσ. Ἱππ., Σωσίβ. παρ’ Ἀθην. 674Β· παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 556, αἱ γυναῖκες λέγονται ἀντλοῦσαι οἶνον διὰ τῶν στλεγγίδων· οὕτω, τῇ στλ. κἄν ἀρύσαιτό τις Ἀριστ. Τοπ. 6. 6. 18. - Τῆς λέξεως ἀπαντῶσι πολλοὶ τύποι, στελγὶς Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ.· στλέγγος Α. Β. 793· στεργὶς Ἀρτεμ. 1. 66· στρεγγὶς Ἡρακλείδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λατιν. strigil (striyo,· ὑποκορ. στλεγγίον, Α. Β. 793.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 racloir, étrille pour se frotter dans le bain ou au gymnase (strigille);
2 plaque de cuir ou de métal doré, pour la coiffure des femmes.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym., pê emprunté.

Spanish

estrígil, estrigilo
Rascadera de metal larga y fina que en la cultura grecorromana se usaba para limpiarse el cuerpo de aceite. Wikipedia

Greek Monotonic

στλεγγίς: -ίδος, ἡ,
I. όργανο απόξεσης, ξυστρί, που χρησιμοποιείτο για να απομακρύνει από το δέρμα λάδι και σκόνη (γλοιός) μετά το λουτρό ή την άσκηση στην παλαίστρα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. είδος τιάρας διακοσμημένης με μέταλλο, σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

στλεγγίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) банный скребок (с полой ручкой) Plat., Arph., Plut.;
2) головной гребень (праздничное украшение женщин) Xen., Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στλεγγίς -ίδος, ἡ, ook στέγγις Hp. Acut. 65, krabber, schraper, van hoorn, metaal of riet, gebruikt in badhuis of de worstelschool om olie, zweet en stof van het lichaam te schrapen.