συνδυαστικός

Revision as of 09:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to live in pairs, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν Arist.EN1162a17, cf. Hierocl. p.52 A.

German (Pape)

[Seite 1009] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συνδυαστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à s’unir deux à deux.
Étymologie: συνδυάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνδυαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνδυάζω
ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτιση
νεοελλ.
φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση»
μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων που αποτελούν πεπερασμένα σύνολα
β) «συνδυαστική αρχή»
φυσ. η σχέση ανάμεσα στις γραμμές ενός φάσματος και σε μια σειρά όρων, κατάλληλα επιλεγμένων, έτσι ώστε οι συχνότητες τών φασματικών γραμμών να εκφράζονται ως διαφορές αυτών τών όρων
γ) «συνδυαστική ικανότητα»
(ψυχολ.) η ικανότητα της νόησης να ανευρίσκει τις σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τις έννοιες και, με νέους συνδυασμούς παραστάσεων και άλλων στοιχείων του ψυχικού βίου, να δημιουργεί νέα κατασκευάσματα ή, με τον συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων νέων παραστάσεων, να συγκροτεί μια νέα παράσταση
αρχ.
επιτήδειος ή επιρρεπής προς τη συζυγική ή κατά ζεύγη ζωή.
επίρρ...
συνδυαστικώς και συνδυαστικά Ν
με συνδυαστικό τρόπο.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνδυαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνδυάζω
ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτιση
νεοελλ.
φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση»
μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων που αποτελούν πεπερασμένα σύνολα
β) «συνδυαστική αρχή»
φυσ. η σχέση ανάμεσα στις γραμμές ενός φάσματος και σε μια σειρά όρων, κατάλληλα επιλεγμένων, έτσι ώστε οι συχνότητες τών φασματικών γραμμών να εκφράζονται ως διαφορές αυτών τών όρων
γ) «συνδυαστική ικανότητα»
(ψυχολ.) η ικανότητα της νόησης να ανευρίσκει τις σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τις έννοιες και, με νέους συνδυασμούς παραστάσεων και άλλων στοιχείων του ψυχικού βίου, να δημιουργεί νέα κατασκευάσματα ή, με τον συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων νέων παραστάσεων, να συγκροτεί μια νέα παράσταση
αρχ.
επιτήδειος ή επιρρεπής προς τη συζυγική ή κατά ζεύγη ζωή.
επίρρ...
συνδυαστικώς και συνδυαστικά Ν
με συνδυαστικό τρόπο.

Greek Monotonic

συνδυαστικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να ζει κατά ζεύγη, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνδυαστικός: склонный к жизни парой, т. е. к браку Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδυαστικός -ή -όν [συνδυάζω] geneigd om in paren of koppels te leven, in paren of koppels levend.