ἤμορος

Revision as of 01:37, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,= ἄμοιρος, Hsch., Phot.:—fem. ἠμορίς, ίδος, A.Fr. 165: ἠμόριξεν· ἄμοιρον ἐποίησεν, Hsch. (ἤμορος Ion. form = Aeol. ἄμμορος (q.v.).)

German (Pape)

[Seite 1171] VLL. = ἄμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἤμορος: -ον, = ἄμοιρος, Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162.

Greek Monolingual

ἤμορος, -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)
αμέτοχος, άμοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό, με ιων. μα-, κρότητα + μόρος «τμήμα-μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος
άμοιρος, το θηλ. ημορίς
κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ. ημόριζεν
άμοιρον εποίησεν].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ἄμοιρος; from there ἠμορίς κενή, ἐστερημένη. Αἰσχύλος Νιόβῃ (Fr. 165); ἠμόριξεν ἄμοιρον ἐποίησεν H.
Origin: IE [Indo-European] [969] *smer- remember, receive as share
Etymology: IA from *ἄ-σμορος and identical with Hom. (Aeol.) ἄ-μμορος; s. μείρομαι (μόρος, μοῖρα) and κάμμορος. - Schwyzer 310; s. also Schulze Herm. 28, 25 (= Kl. Schr. 401).