κτέρας

Revision as of 02:30, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

τό,

   A = κτέανον, possession, Il.10.216, 24.235, cj. in Simon. 107.9, Trag.Adesp. in Gött.Nachr.1922.27.    2 gift., A.R.4.1550.

German (Pape)

[Seite 1518] ατος, τό, = κτέαρ, κτῆμα, Besitz; Il. 10, 216. 24, 235 u. sp. D., wie Ap. Rh. u. Coluth. – S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κτέρας: τό, = κτέανον, κτῆσις, κτῆμα, Ἰλ. Κ. 216, Ω. 235, Σιμων. 112. 2) δῶρον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1550.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
bien, possession.
Étymologie: cf. κτέρεα.

English (Autenrieth)

= κτέαρ, Il. 10.216 and Il. 24.235.

Greek Monolingual

κτέρας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία
2. δώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση της λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ- «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ απαντά συχνότερα ο τ. του πληθ. κτέρεα, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τη γεν. πληθ. κτερέων < κτεράων και χρησιμοποιούνταν με σημ. «νεκρικές προσφορές ή τιμές»].

Greek Monotonic

κτέρας: τό = κτέανον, κτήση, απόκτημα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κτέρας: τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = κτέανον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτέρας, τό alleen nom. / acc., bezit.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. (only nom.)
Meaning: gift (K 216, Ω 235, A. R. 4, 1550), usu. pl. κτέρεα, -έων gifts for the dead, offer (Il.)
Other forms: on -ας : -εα Schwyzer 515, Chantraine Gramm. hom. 1, 210)
Compounds: As 2. member in ἀ-κτερής unburied (Orac. Sibyll., H.).
Derivatives: κτερε-ΐζω (-ίξω, -ίξαι), also with ἐν-, ἐπι-, συν-, (Il.) and κτερ-ίζω (-ιω, -ίσαι; Il.) bring gifts for the dead, bury ceremoniously (Schwyzer 735, Debrunner IF 40, 107ff., Ruijgh L'élém. ach. 83) with κτερίσματα pl. = κτέρεα (S., E.), -ισταί H. (= ταφῆες), ἀ-κτέριστος (S., Lyc.),-έϊστος (AP). On κτέρεα κτερεΐζειν Mylonas AmJArch. 52, 56ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Here also κτέρες νεκροί H., prob. constructed backformation (Solmsen IF 3, 98; against this Fraenkel Nom. ag. 1, 68); further prob. Πολύ-κτωρ (Hom.; after it Γανύ-κτωρ Plu., Paus.) as "much-spender" (Fraenkel l.c. with Solmsen; diff. [to κτάομαι] Schulze Kl. Schr. 79). Quite uncertain διάκτορος, s. v. No etymology; wrong ideas in Bq. S. also Arena, Ist. Lomb. 98 (1964) 3-32.