διαθλώ

Revision as of 13:15, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
(Α διαθλῶ, -άω) θλώ
1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο
2. κατασυντρίβω
3. διαπερνώ, διασχίζω
4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας
5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω
αρχ.
θρυμματίζω.
(II)
(Α διαθλῶ, -έω) αθλώ
1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα
2. αγωνίζομαι ακατάπαυστα μέχρι τέλους.