ἀλεκτοροφωνία

Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A cock-crow, i.e. third watch of night, Str.7 Fr.35, Ev.Marc.13.35.

German (Pape)

[Seite 92] ἡ, Hahnenschrei, Aesop. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτοροφωνία: ἡ, ἡ ὥρα καθ’ ἣν φωνεῖ ὁ ἀλέκτωρ, δηλ. ἡ τρίτη φυλακὴ τῆς νυκτός, Στράβ. Ζ΄, 35, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιγ΄, 35, Αἴσωπ. καὶ Βυζ. συγγραφ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant du coq.
Étymologie: ἀλέκτωρ, φωνή.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
canto del gallode la tercera vigilia de la noche, Str.7.fr.35, Aesop.55, Eu.Marc.13.35, Gloss.70D.
crist., como indicación del fin del ayuno pascual Const.App.5.18.2, 19.3, 7.31.5, 8.34.1.

English (Strong)

from ἀλέκτωρ and φωνή; cock-crow, i.e. the third night-watch: cockcrowing.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἀλέκτωρ and φωνή (Winer s Grammar, 25)), the crowing of a cock, cock-crowing: Aesop fab. 79 (44). Used of the third watch of the night: Winer s RWB under the word Nachtwachen; B. D. under the word <TOPIC:Watches of Night>; Alex's Kitto under the word Cock-crowing; Wetstein (1752) on Sophocles Lexicon, under the word) Strabo 7, fragment 35, p. 83,24; Origen i., 825b.; Apostolic Constitutions 5,18; 5,19; 8,34).)

Greek Monolingual

ἀλεκτοροφωνία, η (AM)
1. φωνή, λάλημα κόκορα
2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» της νύχτας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ -ορος + -φωνία < -φωνος < φωνή.

Greek Monotonic

ἀλεκτοροφωνία: ἡ, (ἀλέκτωρ, φωνή), κράξιμο κόκκορα, δηλ. η τρίτη βάρδια της νύχτας, σε Αίσωπ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεκτοροφωνία: ἡ пение петухов Aesop., NT.

Middle Liddell

ἀλέκτωρ, φωνή
cock-crow, i.e. the third watch of the night, Aesop., NTest.