βαρύβρομος
English (LSJ)
ον,
A loud-roaring, βαρύβρομα θωύσσοντες Hom.Fr. 25; πέλαγος B.16.76; Trag. only in lyr., βρονταί, κῦμα, E.Ph.183, Hel.1305; ἀκταί Id.Hyps.Fr.41.80; loud-sounding, αὐλός, τύμπανα, Id.Hel.1351, Ba.156, cf.Ar.Nu.313; β. ἁρμονία Αἰολίς Lasus 1.
German (Pape)
[Seite 433] stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύβρομος: -ον, ὁ βαρύν, ἰσχυρὸν κρότον προξενῶν, Ἀποσπ. Ὁμ. 71, Εὐρ. Φοιγ. 183, κτλ· - αὐλός, τύμπανα Εὐρ. Βάκχ. 156, Ἑλ. 1305· βαρ. ἁρμονία Αἰολίς Λᾶσος 1 Bgk.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. βαρυβρεμέτης.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.
Spanish (DGE)
(βᾰρύβρομος) -ον
1 que produce gran estrépito πέλαγος B.17.76, πόντος Ar.Nu.284, Ἀμφιτρίτη Q.S.14.609, κῦμα E.Hel.1305, βρονταί E.Ph.183
•que resuena ἀκταί E.Fr.64.80Bond
•βαρύβρομα θωύσσοντες dando gritos estentóreos Hom.Fr.25.
2 que produce sonido grave αὐλός E.Hel.1351, τύμπανα E.Ba.156
•de donde μοῦσα βαρύβρομος αὐλῶν Ar.Nu.313, Αἰολὶς β. ἁρμονία Lasus 1.3.
Greek Monolingual
βαρύβρομος, -ον (Α)
εκείνος που βροντά βαριά, δυνατά («βαρύβρομοι βρονταί», «βαρύβρομον κῡμα», «βαρύβρομα τύμπανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρόμος «ισχυρός κρότος»].
Greek Monotonic
βᾰρύβρομος: -ον (βρέμω), αυτός που προκαλεί ισχυρό κρότο, ήχο, θόρυβο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύβρομος: Hom., Eur., Arph., Luc. = βαρυβρεμέτης.