εὐεπίθετος

Revision as of 22:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A easy to set upon or attack, τινι Th.6.34, D.C.50.32 (Comp.); τόποι Plb.4.19.12; εὐεπίθετον ἦν . . τοῖς πολεμίοις was easy for them to make an attack, X.An.3.4.20 (but εὐ. τοῖς ἐχθροῖς exposed to assault by... Antip.Stoic.3.255); εὐ. ὁ μεθύων Arist.Pol.1314b34; εὐ. τοῖς . . ἀμφισβητητικοῖς Pl.Plt.306a. Adv. εὐεπιθέτως, ἔχειν to be exposed, Aen.Tact.23.4.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht anzugreifen, εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίθετος: -ον, εὐπρόσβλητος, καθ’ οὗ ἐυκόλως δύναταί τις νὰ ἐπιτεθῇ, εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη Θουκ. 6. 34· εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις, καὶ τότε (τὸ στράτευμα) ἐγένετο εὐπρόσβλητον εἰς τοὺς πολεμίους, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 20· εὐ. ὁ μεθύων Ἀριστ. Πολιτικ. 306Α: - Ἐπίρρ., εὐεπιθέτως ἔχειν Αἰνείας Τακτ. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à envahir, à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

εὐεπίθετος, -ον (Α)
αυτός εναντίον του οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητοςεὐεπίθετος ἡμῑν εἴη», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-θετος (επι-τίθημι)].

Greek Monotonic

εὐεπίθετος: -ον, ευπρόσβλητος, ευάλωτος στις επιθέσεις, σε Θουκ.· εὐεπίθετον τοῖςπολεμίοις, ευπρόσβλητο στους εχθρούς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίθετος: удобный для нападения, уязвимый (τοῖς πολεμίοις Xen.; τὸποι Polyb.): εὐ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. вызывающий возражения большинства.

Middle Liddell

εὐ-επίθετος, ον
easy to set upon or attack, Thuc.; εὐεπίθετον τοῖς πολεμίοις easy for them to make an attack, Xen.