ἡδυπάθεια

Revision as of 23:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A pleasant living, luxury, X.Cyr.7.5.74, Hp.Ep. 17, Plu.2.6b, al., Sor.1.34, Luc.DMort.10.8: in pl., Ath.4.165e, Just.Nov.105.1; title of work by Archestratus, Ath.1.4e.

German (Pape)

[Seite 1154] ἡ, Wohlbehagen, Xen. Cyr. 7, 5, 74; Ath. II, 40 c u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπάθεια: ἡ, εὐαρεστος ζωή, ἀπόλαυσις, τρυφή, οἳ νομίζουσι τὸ μὲν πονεῖν ἀθλιώτατον, τὸ δ’ ἀπόνως βιοτεύειν ἡδυπάθειαν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 74.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vie de jouissance, mollesse.
Étymologie: ἡδυπαθής.

Greek Monolingual

η (AM ἡδυπάθεια) ηδυπαθής
απόλαυση, διασκέδαση, ευχάριστη ζωή
νεοελλ.
1. ηδονική ζωή, φιληδονία, τάση και ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις
2. νωχέλεια
αρχ.
1. ως κύρ. όν. Ἡδυπάθεια
τίτλος έργου του Αρχεστράτου
2. στον πληθ. αἱ ἡδυπάθειαι
οι λιχουδιές, τα πικάντικα φαγητά.

Greek Monotonic

ἡδυπάθεια: ἡ (ἡδυπαθής), ευάρεστη ζωή, απόλαυση, τρυφή, πολυτέλεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠπάθεια: ἡ утопание в роскоши, в наслаждениях, жизнь, полная наслаждений Xen., Plut.

Middle Liddell

ἡδυπάθεια, ἡ, ἡδυπαθής
pleasant living, luxury, Xen.