μεγαλοπραγμοσύνη

Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A disposition to do great things, magnificence, Plu.Alc.6, etc.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν διάθεσις, μεγαλοπρέπεια, Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
penchant à faire de grandes choses.
Étymologie: μεγαλοπράγμων.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλοπραγμοσύνη) μεγαλοπράγμων
νεοελλ.
1. η ενασχόληση με μεγάλα, με σπουδαία έργα
2. η επιδίωξη μεγάλων πραγμάτων
αρχ.
η διάθεση για μεγάλα έργα.

Greek Monotonic

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, η διάθεση να κάνει κάποιος σπουδαία πράγματα, μεγαλοπρέπεια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: (ῠ) ἡ склонность к свершению великих дел Plut.

Middle Liddell

μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,
the disposition to do great things, magnificence, Plut. [from μεγᾰλοπράγμων]