νήιος

Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (Autenrieth)

(νηῦς): for ships; δόρυ νήιον, ship-timber, also without δόρυ, Ν 3, Il. 16.484.

Greek Monolingual

νήϊος, -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῑος, -α, -ον, δωρ. τ. νάϊος, -ΐα, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα
κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + κατάλ. -ιος (πρβλ. γάιος, δάιος). Ο αττ. τ. νεῖος < ναῦς, νεός / νεώς.

Middle Liddell

νήιος, η, ον ναῦς
of or for a ship, δόρυ νήιον or νήιον alone, ship-timber, Hom.