γάιος

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

English (Slater)

γάιος of earth γάιον, ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει γόνον (supp. Snell: δᾷον Kambylis, Hermes, 1966, 239) fr. 215. 4.]

Greek Monolingual

γάϊος, -ον (δωρ. τ. του γήϊος). (Α)
1. γήϊος, επίγειος
2. δούλος, υπηρέτης
3. χοντροκέφαλος και αναίσθητος άνθρωπος.

Middle Liddell

on land, Aesch.